Το ιστολόγιο της Προλεταριακής Σημαίας παύει να λειτουργεί. Από αυτό το Σαββατοκύριακο συγχωνεύεται με την ιστοσελίδα του ΚΚΕ(μ-λ) σε μια νέα κοινή ιστοσελίδα της οποίας η διεύθυνση θα είναι η http://www.kkeml.gr/.

16 Νοε 2013

Τα «δύο άκρα», το εξής ένα

Για τη δολοφονία των μελών της Χρυσής Αυγής
Η εν ψυχρώ δολοφονία δύο μελών της Χρυσής Αυγής και ο βαρύτατος τραυματισμός ενός τρίτου είχε, όπως είναι φυσικό, συγκλονιστική επίδραση στο σύνολο της ελληνικής κοινωνίας. Ταυτόχρονα γέννησε σειρά ερωτημάτων τόσο σε σχέση με το ποιες δυνάμεις αποφάσισαν να προχωρήσουν σε μια τέτοια αιματηρή ενέργεια όσο και για το πού στοχεύουν.
Διατυπώθηκε σειρά απόψεων και ερμηνειών από διάφορες πλευρές και οι οποίες μπορούν να συνοψισθούν σε δύο βασικές εκδοχές. Η μια αποδίδει το έγκλημα σε κύκλους που συνδέονται με το σύστημα (εντός ή και εκτός Ελλάδας) και η άλλη το αποδίδει σε ομάδα του λεγόμενου «αντάρτικου πόλης». Τώρα το πόσο στεγανά διαχωρισμένες είναι αυτές οι δυο εκδοχές είναι ένα σοβαρό πολιτικό ζήτημα, αλλά ας το αφήσουμε για παρακάτω.

Πώς «νομιμοποιείται» η βία του συστήματος
Ας ξεκινήσουμε από αυτές που αποτελούν τις άμεσες και αναμφισβήτητες πολιτικές συνέπειες αυτής της δολοφονικής ενέργειας. Είναι ολοφάνερο ότι τροφοδοτεί με τον πιο ηχηρό τρόπο τη θεωρία των «δύο άκρων» που εδώ και καιρό πλασάρεται από τις δυνάμεις του συστήματος και στη βάση πολύ γνωστών και συγκεκριμένων επιδιώξεων.
Ταυτόχρονα, και όπως κατά κανόνα συμβαίνει σε τέτοιες περιπτώσεις, «μουδιάζει» το λαό, παγώνει ως ένα βαθμό τις τάσεις και διαθέσεις να βγει μαχητικά στο δρόμο. Στην ίδια βάση διευκολύνει τους παράγοντες του συστήματος να αποδώσουν στην εν γένει Αριστερά την ενέργεια ώστε να τη θέσουν σε αμυντική απολογητική θέση. Ειδικότερα και όσον αφορά το κεντρικό πολιτικό παιχνίδι, να πιέσουν τον ΣΥΡΙΖΑ στην κατεύθυνση της μεγαλύτερης προσαρμογής του στις απαιτήσεις του συστήματος αλλά και να περιορίσουν -κατά το δοκούν- την εκλογική του επιρροή.
Από την άλλη μεριά, βγάζει τη Χρυσή Αυγή από τη γωνία όπου είχε στριμωχτεί με βάση τις τελευταίες εξελίξεις. Αντίθετα, δίνει τη δυνατότητα στις δυνάμεις καταστολής -και στο όνομα της αναζήτησης των δραστών- να επιδράμουν κατ’ αρχάς στον αντιεξουσιαστικό-αναρχικό χώρο, να προβούν σε μαζικές συλλήψεις, να προχωρήσουν σε κινήσεις συστηματικής τρομοκράτησης ενός κόσμου.
Πάνω απ’ όλα, «νομιμοποιεί» γενικότερα την πολιτική της καταπίεσης και καταστολής ενάντια σε όσους αντιστέκονται στην επίθεση του συστήματος, ενάντια στην εργατική τάξη και συνολικά τις αγωνιζόμενες λαϊκές δυνάμεις.
Αυτές οι αναμφισβήτητες πολιτικές συνέπειες παραπέμπουν σε μια συγκεκριμένη ερμηνεία ως προς το ποιοι όπλισαν το χέρι των εκτελεστών. Στην ίδια κατεύθυνση συνηγορούν και ο εν ψυχρώ «επαγγελματικός» τρόπος εκτέλεσης και κυρίως το ότι ήθελαν οπωσδήποτε νεκρούς και με πλήρη αδιαφορία για το ποιοι θα ‘ταν αυτοί. Ταυτόχρονα και πάντα στο έδαφος της ίδιας ερμηνείας θα πρέπει να συνυπολογίζεται ότι ενέργειες τέτοιας βαρύτητας αποτελούν κατά κανόνα και ένα είδος «μηνύματος» από κάποιους προς κάποιους άλλους. Σ’ αυτό βρίσκεται η εξήγηση για το μέγεθος της ανησυχίας της κυβέρνησης και παραγόντων του συστήματος αλλά και των άλλων πολιτικών δυνάμεων. Μια ανησυχία που πολύ λίγο συνδέεται βέβαια με την πιθανότητα να φουντώσει κάποιο μαζικό και επικίνδυνο για το σύστημα «αντάρτικο πόλης». (Αυτά είναι κυρίως για την κυβερνητική προπαγάνδα και τους αναλωνόμενους στα ΜΜΕ φιλολογούντες αναλυτές). Αυτή κατά βάση συνδέεται με το αν και τι είδους κύκλος είναι αυτός που ανοίγει και κυρίως από ποιες δυνάμεις και με ποιες στοχεύσεις.

Ανταγωνισμοί και αντιθέσεις
Και εδώ θα πρέπει να αναφερθούμε έστω σε συντομία στο τι διαδραματίζεται αυτή την περίοδο στη χώρα μας και βέβαια στη διασύνδεσή του με έξωθεν κινήσεις. Όσον αφορά την επίθεση ενάντια στην εργατική τάξη και συνολικά το λαό, που αναπτύσσεται με όλο και πιο βάρβαρο τρόπο, αποτελεί αυτή μια κατεύθυνση στην οποία συναινούν και προωθούν από κοινού όλες οι δυνάμεις του συστήματος (Ελλάδα και διεθνώς). Πέρα από αυτό, ωστόσο, σε διεθνή κλίμακα εξελίσσεται ένας όλο και πιο λυσσαλέος ανταγωνισμός ανάμεσα στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις σε όλα τα πεδία, με όλα τα μέσα αλλά και με χτυπήματα «κάτω από τη μέση». Αυτός ο ανταγωνισμός εκδηλώνεται ιδιαίτερα έντονα στην περιοχή μας αλλά και εσωτερικά στη χώρα μας.
Έχει αναπτυχθεί εδώ και καιρό σε ένα σύνθετο πλέγμα αντιτιθέμενων γεωστρατηγικών, πολιτικών και οικονομικών επιδιώξεων που φέρνει σε αντιπαράθεση το σύνολο των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων σε διάφορες «διασταυρώσεις» αλλά και κατά το ειδικό βάρος και τις δυνατότητες παρέμβασης και επιρροής της κάθε μιας στη χώρα μας.
Μια αντιπαράθεση που αφορά το σε ποιο ιμπεριαλιστικό άρμα θα εντάσσεται -κατά βάση- στρατηγικά, πολιτικά η χώρα, τον έλεγχο των πολιτικών διεργασιών, εξελίξεων και προσανατολισμών, το ζήτημα των αγωγών, της προμήθειας όπλων, τον έλεγχο της αγοράς και βέβαια τη μοιρασιά των λεγόμενων φιλέτων.
Ολοφάνερη η αντίθεση των ΗΠΑ με τη Γερμανία, η οποία για πρώτη φορά μεταπολεμικά διεκδικεί από τις ΗΠΑ (με όχημα την ΕΕ και τα μνημόνια) έναν όλο και πιο σημαίνοντα ρόλο στη χώρα μας.
Αντιθέσεις εκδηλώνονται ακόμα και μέσα στο πλαίσιο της ΕΕ αλλά και στο εσωτερικό των ΗΠΑ, ενώ η κατάσταση περιπλέκεται επικίνδυνα με την προσπάθεια παρεμβολής της Ρωσίας αλλά και της Κίνας που έχει πάρει ήδη σημαντικά κομμάτια στο οικονομικό πεδίο.

Διεργασίες «υπό πίεση»
Απέναντι σε μια τέτοια κατάσταση η αστική τάξη της χώρας μας και το πολιτικό της προσωπικό αναζητά εναγώνια σημεία στήριξης, προσανατολισμού και πορείας. Βέβαια το βασικό δόγμα του «ανήκομεν εις την Δύσιν» παραμένει σαν σταθερή βάση, αλλά το ερώτημα που αρχίζει πλέον να τίθεται όλο και πιο πιεστικά είναι σε ποια Δύση ανήκουμε περισσότερο. Ταυτόχρονα η πίεση που και η ίδια δέχεται, το ψαλίδισμα των φιλοδοξιών της, οι περιορισμοί στα όρια κίνησής της, πέρα από τη δυσφορία που προκαλούν, γεννούν σε μερίδες της και τάσεις αναζήτησης εναλλακτικών διεξόδων, περιορισμένου έστω χαρακτήρα. Από την άλλη μεριά, η διάλυση των κοινωνικών συμμαχιών στήριξης, η απαξίωση-χρεοκοπία του πολιτικού προσωπικού, η αχρήστευση των μορφών ενσωμάτωσης θέτουν με οξύ τρόπο το πρόβλημα της κοινωνικής και πολιτικής σταθερότητας απέναντι σε μια όλο και διογκούμενη λαϊκή οργή.
Αυτά και άλλα βρίσκονται στη βάση των πολιτικών διεργασιών που όλο και πιο έντονα εξελίσσονται το τελευταίο διάστημα. Η βασική επιλογή παραμένει η στήριξη, ισχυροποίηση της λύσης που προσφέρει η κυβέρνηση Σαμαρά, ενώ σαν εναλλακτική προβάλλει ο ΣΥΡΙΖΑ υπό τον όρο τής ακόμη μεγαλύτερης προσαρμογής του. Ταυτόχρονα γίνονται κινήσεις αναζήτησης και άλλων λύσεων εναλλακτικών, συμπληρωματικών, εφεδρικών. Της λεγόμενης κεντροαριστεράς, της κίνησης των 58, των πέντε δημάρχων, κινήσεις διάφορων παραγόντων που αναζητούν ρόλο, τύπου Λοβέρδου κ.ά. Ιδιαίτερη σημασία έχει η ανάσυρση του ονόματος Καραμανλή καθώς μάλιστα συνδέεται με απόψεις και κινήσεις για κυβερνήσεις εθνικής σωτηρίας κ.λπ. Κινήσεις που οφείλουμε να τις αντιλαμβανόμαστε στη βάση και της διασύνδεσής τους με τον εξωτερικό παράγοντα και σε βάση αμοιβαιότητας. Αυτό συναρτάται τόσο με τη διάθεση των ιμπεριαλιστικών κέντρων να ελέγξουν -και το καθένα για λογαριασμό του- αυτές τις διεργασίες όσο και με την τάση των ντόπιων παραγόντων να αναζητούν στηρίγματα. Μια τάση από την οποία δεν εξαιρείται ούτε ο «αντισυστημικός» ΣΥΡΙΖΑ.
Άλλωστε αποτελεί κοινό τόπο ότι η πολιτική κρίση και το ξεχαρβάλωμα τού έως χτες πολιτικού στάτους μπορεί να είχε σαν καταλύτη τη λαϊκή οργή και όπως αυτή εκφράστηκε στις κάλπες, οι αφετηρίες της ωστόσο βρίσκονται στις γενικότερες εξελίξεις. Στην επίθεση του κεφαλαίου και των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων ενάντια στην εργατική τάξη και συνολικά το λαό, στον ανταγωνισμό ανάμεσα στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις και την πίεση που ασκήθηκε με βάση όλα αυτά στην αστική τάξη και το πολιτικό της προσωπικό.

Το «μήνυμα» και οι αποδέκτες του
Στις ίδιες διεργασίες οφείλουμε να εντάξουμε και τη σκληρή αντιμετώπισης της Χρυσής Αυγής, τις συλλήψεις Μιχαλολιάκου και άλλων ηγετικών στελεχών της, την ανακήρυξή της σε εγκληματική οργάνωση. Βεβαίως τα χαρακτηριστικά της Χρυσής Αυγής ήταν γνωστά στους παράγοντες του συστήματος και πριν από τη δολοφονία του Φύσσα. Το ζήτημα είναι ότι με βάση το κλίμα που δημιουργήθηκε προχώρησαν σε μια κίνηση που μάλλον την είχαν κατά νου από τα πριν. Ένας πρώτος και βασικός λόγος συνδέεται με τη διείσδυση της Χρυσής Αυγής στα σώματα ασφαλείας, το στρατό και γενικά στον κρατικό μηχανισμό. Το κύριο πρόβλημα εδώ βρισκόταν στο τι είδους εστίες δημιουργούνται, από ποιες δυνάμεις προωθούνταν, στηρίζονταν και ελέγχονταν και με ποιες βλέψεις. Αν αυτό ήταν το κύριο, έναν ορισμένο ρόλο έπαιζαν και οι πολιτικοί-εκλογικοί υπολογισμοί της ΝΔ.
Όπως είναι γνωστό, στο πλαίσιο της ΝΔ αντιπαρετίθεντο αλλά και συμπλέκονταν δύο διαφορετικές απόψεις. Από τη μια η άποψη της σκληρής αντιμετώπισης της Χρυσής Αυγής και με στόχο τη συρρίκνωση της εκλογικής της επιρροής προς όφελος της ΝΔ και από την άλλη η τάση που ήθελε την κατά το δυνατόν «εκλογίκευση» της Χρυσής Αυγής ώστε να χρησιμέψει σαν μελλοντική πολιτική εφεδρεία. Από την άλλη μεριά, η όξυνση της επιθετικότητας της Χρυσής Αυγής, η επέκταση της δράσης της καθώς από τους μετανάστες πέρασε στην επίθεση στο ΚΚΕ και συνολικά την Αριστερά και τον αγωνιζόμενο λαό, με κορύφωση τη δολοφονία Φύσσα, δημιουργούσε ανησυχίες στις δυνάμεις του συστήματος για το ποιον χαρακτήρα και κλίμακες αντίδρασης θα μπορούσε να πυροδοτήσει.
Οι δολοφονίες των μελών της Χρυσής Αυγής μπορούν άραγε να θεωρηθούν και σαν ένα είδος «απάντησης» σε αυτή την κίνηση της κυβέρνησης Σαμαρά; Οπωσδήποτε, και όπως ήδη προαναφέρθηκε, αποτελούν και ένα «μήνυμα» και μάλιστα ένα μήνυμα με πολλούς αποδέκτες. Την αστική τάξη, την κυβέρνηση, τις πολιτικές δυνάμεις στο σύνολό τους, τον ελληνικό λαό. (Θα λέγαμε και για τους ίδιους τους Χρυσαυγίτες που ίσως αρχίσουν να αντιμετωπίζουν την εκδοχή πως για τους πάτρωνές τους δεν είναι παρά αναλώσιμοι). Μια «παρέμβαση» στις διεργασίες που συντελούνται και σε όσους μετέχουν σε αυτές. Το αν θα έχει, τι είδους και ποιας κλίμακας συνέχεια μένει να το δούμε. Οπωσδήποτε σηματοδοτεί το πέρασμα σε μια φάση μεγαλύτερης όξυνσης των αντιθέσεων, με όσα κάτι τέτοιο σημαίνουν για τη μορφή που μπορεί να πάρουν οι εξελίξεις στη χώρα μας.
Το ποιους κινδύνους συνεπάγεται κάτι τέτοιο για το λαό και τη χώρα γίνεται εύκολα κατανοητό, ενώ αυτό που εξακολουθεί να μένει σαν ζητούμενο είναι η αναζήτηση δρόμων και τρόπων αντιμετώπισής του από τη μεριά των λαϊκών δυνάμεων.

Η «άλλη» εκδοχή

Είναι φανερό με βάση τα όσα γράφτηκαν στις προηγούμενες γραμμές ότι κινούμαστε στη βάση μιας συγκεκριμένης ερμηνείας των γεγονότων. Θα θέλαμε ωστόσο να πούμε και ορισμένα πράγματα με αναφορά και την άλλη εκδοχή. (όσο μπορεί να τη θεωρήσει κανείς «άλλη»). Αυτήν που θέλει τη συγκεκριμένη ενέργεια να έχει πραγματοποιηθεί από μια από τις ομάδες «αντάρτικου πόλης» που κατά καιρούς εμφανίζονται.
Μόνο που, ακόμα κι αν πάρουμε σαν βάση αυτή την εκδοχή, εμείς θα επιμείνουμε αμετακίνητα σε ορισμένα πράγματα. Πρώτον, στο ότι, όπως και να ‘χει, τέτοιου χαρακτήρα ενέργειες εντάσσονται εξ αντικειμένου στο πολιτικό πλαίσιο που προηγούμενα περιγράφηκε και έχουν τις αντίστοιχες πολιτικές συνέπειες και αποτελέσματα.
Δεύτερον, και όπως έχει καταδείξει η ιστορία της ταξικής πάλης, στις περισσότερες περιπτώσεις εντάσσονται και εξ υποκειμένου, καθώς τέτοιες ομάδες αργά ή γρήγορα εντοπίζονται, διαβρώνονται και τελικά ποδηγετούνται από συγκεκριμένα κέντρα και υπηρεσίες του συστήματος.
Η βασική αιτία βρίσκεται στην αποκοπή τους από το λαό, το μαζικό κίνημα, στην άρνηση των πραγματικών απαιτήσεων της ταξικής πάλης. Εν τέλει στο αδιέξοδο στο οποίο με βάση αυτά οδηγούνται και τις αντιλήψεις που στη βάση αυτού του αδιεξόδου αναπτύσσουν.

Ποιος «τρομοκρατεί» ποιον
Ας εξηγηθούμε περισσότερο. Στη σχετική φιλολογία ενός ορισμένου «χώρου», πέρα από την πολεμική στο σύστημα αναπτύσσεται και μια έντονη κριτική στην Αριστερά, το σοσιαλισμό που υπήρξε, το κομμουνιστικό κίνημα κ.λπ. Στη βάση αυτής της κριτικής αναπτύσσονται απόψεις που θέτουν το ζήτημα αναζήτησης άλλων δρόμων, τρόπων και μορφών απάντησης για το λαό, το κίνημα, την πάλη ενάντια στο σύστημα κ.λπ.
Το ότι η παλινόρθωση, η ήττα του κινήματος έχουν θέσει πολύ σοβαρά ζητήματα είναι αναμφισβήτητο. Άλλο τόσο είναι αναμφισβήτητο το ότι η κυριαρχία ρεφορμιστικών και οπορτουνιστικών δυνάμεων έχει οδηγήσει το κίνημα σε αδιέξοδο, σε αδυναμία αντιμετώπισης της επίθεσης του συστήματος.
Μια κατάσταση που οπωσδήποτε θέτει πολύ σοβαρά ζητήματα και τα οποία ζητούν τις απαντήσεις τους. Μόνο που αυτές οι απαντήσεις δεν βρίσκονται στην άρνηση των βασικών όρων στη βάση των οποίων (και μόνο αυτών) μπορεί να αναπτυχθεί κίνημα ικανό να υπηρετήσει το λαό, να αντιμετωπίσει την επίθεση, να αντιπαρατεθεί στις δυνάμεις του συστήματος. Η απάντηση στη φθορά που έχουν υποστεί οι ιδέες και αξίες του κινήματος δεν βρίσκεται στην υιοθέτηση ιδεολογημάτων μικροαστικής υφής και βολικών για το σύστημα.
Για να το θέσουμε απλά και καθαρά. Όσοι πιστεύουν ότι το σύστημα «τρομοκρατείται» με τέτοιου είδους ενέργειες βρίσκονται απλώς μακριά νυχτωμένοι. Στην πραγματικότητα τις βλέπει σαν «ευκαιρίες» για να ασκήσει τη δική του τρομοκρατία, για να εδραιώσει το καθεστώς του δικού του τρόμου. Το ίδιο ακριβώς ισχύει και σε σχέση με απόψεις περί «τιμωρίας», «εκδίκησης» και συναφή ιδεολογήματα.
Η μόνη πραγματική «τιμωρία» που μπορεί να υποστεί το σύστημα και η μόνη ουσιαστική και ολοκληρωμένη «εκδίκηση» του λαού είναι μία και μόνη. Η ανατροπή αυτού του συστήματος. Η προώθηση αντιλήψεων και ενεργειών που διευκολύνουν το σύστημα να ανασυντάσσει τις δυνάμεις του με όλο και πιο αποτελεσματικό τρόπο απέναντι και ενάντια στο λαό όχι μόνο δεν υπηρετεί αλλά παρεμποδίζει την προώθηση αυτού του στόχου, αποτελεί παραίτηση από αυτό το στόχο.

Τα αδιέξοδα και οι συνέπειές τους
Έτσι αναπόφευκτα, και όπως άλλωστε έχει δείξει η ιστορία των τελευταίων δεκαετιών, αυτές οι τάσεις και ομάδες οδηγούνται σε αδιέξοδο. Ένα αδιέξοδο που με τη σειρά του οδηγεί στον ιδεολογικό, πολιτικό και οργανωτικό τους εκφυλισμό και ο οποίος επιτείνεται με βάση την αποκοπή τους από το κίνημα και τις λαϊκές μάζες. Που οδηγεί στην επικράτηση μηδενιστικών αντιλήψεων, την πλήρη απαξίωση της μαζικής λαϊκής πάλης, την ανάπτυξη ενός ιδιότυπου ελιτισμού που φθάνει στην υποτίμηση -έως και την περιφρόνηση- των λαϊκών μαζών.
Ακραία έκφραση αυτού του εκφυλισμού αποτελεί η απαξίωση της ίδιας της ανθρώπινης ζωής, η εκδήλωση δολοφονικών τάσεων και ενεργειών, αδιάκριτα και εν ψυχρώ απέναντι σε άτομα που απλώς τυχαίνει να βρίσκονται στην αντίθετη πλευρά. Και είναι στη βάση αυτού του ακραίου εκφυλισμού που «συναντώνται» οι δυο -υποτίθεται «διαφορετικές»- εκδοχές του πράγματος, όποιοι κι αν είναι οι φυσικοί αυτουργοί.
Ζούμε σε καιρούς δύσκολους και οι οποίοι μέλλει να γίνουν δυσκολότεροι.
Ας έχουμε καθαρό ότι καμιά απάντηση δεν υπάρχει έξω και χωρίς το λαό, τη δική του μαζική συγκροτημένη αντίσταση και πάλη. Ότι η μόνη σχέση που δίνει πραγματική υπόσταση σ’ ένα κίνημα, που το στηρίζει, το αναπτύσσει, το προφυλάσσει, το «διδάσκει», το «διορθώνει», το κάνει ισχυρότερο και πιο αποτελεσματικό είναι η σχέση που αναπτύσσει με τις λαϊκές μάζες, τα προβλήματα, την κίνησή τους, τους αγώνες τους. Μόνο σ’ αυτή τη βάση αποκτούν νόημα οι οποιεσδήποτε κινήσεις και προσπάθειες και μόνο σ’ αυτή την κατεύθυνση οφείλουμε να κινηθούμε.

Β.Σ.