Το ιστολόγιο της Προλεταριακής Σημαίας παύει να λειτουργεί. Από αυτό το Σαββατοκύριακο συγχωνεύεται με την ιστοσελίδα του ΚΚΕ(μ-λ) σε μια νέα κοινή ιστοσελίδα της οποίας η διεύθυνση θα είναι η http://www.kkeml.gr/.

19 Δεκ 2013

Δικαίωμα, ναι! Αλλά τίνος πράγματος; Και πώς;

Πολλή συζήτηση γίνεται το τελευταία διάστημα για το θέμα των πλειστηριασμών. Γίνονται αναλύσεις για το πώς και το γιατί. Για την ιδιαιτερότητα της Ελλάδας, όπου το ποσοστό ιδιοκτησίας σε σπίτια είναι ιδιαίτερα μεγάλο σε σχέση με τις άλλες χώρες της Ε.Ε., για τις επιδιώξεις του συστήματος σε αυτή τη φάση αλλά και για το πώς θα πρέπει να αντιδράσει ο λαός απέναντι στους μαζικούς πλειστηριασμούς από τις τράπεζες.
Κατ’ αρχήν να πούμε το εξής. Το ζήτημα, αν και εστιάζεται κυρίως εκεί, δεν αφορά μόνο τις τράπεζες. Αφορά και το ίδιο το κράτος καθώς και τον οποιοδήποτε στον οποίο μπορεί να οφείλεται κάποιο ποσό, από εταιρίες τηλεφωνίας μέχρι ασφαλιστικά ταμεία. Στη περίπτωσή τους, δεν υπήρξε ποτέ η λεγόμενη «προστασία της πρώτης κατοικίας», ακόμη και για εξευτελιστικά ποσά. Και εκεί δεν υπήρξαν ποτέ ιδιαίτερες αντιδράσεις. Ένα άλλο ζήτημα είναι ότι το πρόβλημα δεν αφορά μόνο τους πλειστηριασμούς. Εξ ίσου σοβαρή υπόθεση, αν όχι σοβαρότερη, είναι οι κατασχέσεις για τις οποίες δεν υπήρξε ποτέ απαγόρευση για κανέναν. Οι τράπεζες αν ήθελαν θα μπορούσαν να προχωρήσουν σε αυτές, να άλλαζαν δηλαδή το τυπικό ιδιοκτησιακό καθεστώς ενός ήδη υποθηκευμένου σπιτιού, διαμερίσματος ή ό,τι άλλου, και να το πάρουν στο όνομά τους.

Το σύστημα στην Ελλάδα, στο παρελθόν, έλυσε το ζήτημα της στέγασης με τελείως διαφορετικό τρόπο απ’ ότι στην υπόλοιπη Ευρώπη. Με την αντιπαροχή, με τα φτηνά δάνεια ακόμη και μέσω της Εργατικής Κατοικίας, ελάχιστες ήταν οι περιπτώσεις που έδινε δωρεάν σπίτια. Οδήγησε αντίθετα τους εργαζόμενους στο όνειρο του ιδιόκτητου σπιτιού και αν ήταν δυνατόν και ενός δεύτερου, του εξοχικού, στο όνειρο μιας σταθερότητας τουλάχιστον ως προς τη κατοικία. Εργάτες, είτε σα μετανάστες είτε στη χώρα, δούλευαν μια ζωή για να αποκτήσουν αυτό το όνειρο, σε αρκετές περιπτώσεις, ιδιαίτερα μέσω της αντιπαροχής, αρκετοί βρέθηκαν ιδιοκτήτες ενός, δύο ή και παραπάνω διαμερισμάτων που τους έδιναν με τα ενοίκια ένα σίγουρο εισόδημα. Γενικά, η επένδυση του «κόπου μιας ζωής» σε γη και σπίτια μέχρι πρόσφατα θεωρούνταν καλή και σίγουρη, έφερνε εξασφάλιση οικονομική, μια σιγουριά για το υπόλοιπο της ζωής ακόμη και των παιδιών.
Στις μέρες μας, κυρίως μετά το ξέσπασα της κρίσης, ανάμεσα στις πραγματικές κατακτήσεις που αμφισβητούνται και καταργούνται πλέον από το σύστημα (δουλειά, μισθοί, συντάξεις, ασφάλιση, περίθαλψη, δωρεάν παιδεία κ.λπ.) αμφισβητείται και το «δικαίωμα» στο σπίτι. Και όχι μόνο αυτό. Αμφισβητείται πλέον οτιδήποτε έφτιαξε ο λαϊκός κόπος γενιών ολόκληρων. Αμφισβητείται και πάει να καταργηθεί η μικροϊδιοκτησία σε ακίνητα, σπίτια και γη. Πρώτος και καλύτερος το αμφισβήτησε ο «νόμος Κατσέλη», ο οποίος υποτίθεται ότι φτιάχτηκε για να προστατέψει την «πρώτη κατοικία». Και μόνο αυτή, αν την προστατεύει τελικά! Η ένταξη σε αυτόν και το προχώρημα της υπόθεσης προϋποθέτει την πώληση οποιουδήποτε άλλου περιουσιακού στοιχείου έχει αποκτηθεί από τον εργαζόμενο είτε από τον ίδιο είτε από κληρονομιά. Και αν και εφ’ όσον το αποτέλεσμα της δίκης είναι «θετικό», τότε ο ιδιοκτήτης τίθεται σε μια μόνιμη ομηρία ελέγχου της ζωής του χωρίς δικαίωμα αναθεώρησης σε περίπτωση δυσμενέστερης εξέλιξης των οικονομικών του. Τότε χάνει και την «πρώτη κατοικία», αφού πρώτα έχει χάσει όλα τα άλλα! Ο νόμος Κατσέλη λειτούργησε για να δώσει την ευκαιρία να βγουν στον αέρα διάφορες ανεξάρτητες αρχές και ΜΚΟ προς «προστασία του πολίτη», πάντα δια της νομικής οδού, αλλά και κυκλωμάτων δικηγόρων που αμοίβονται αδρά. Λειτούργησε έτσι ανασταλτικά σε τυχόν αντιδράσεις από τη πλευρά του λαού δημιουργώντας αυταπάτες για τελική σωτηρία από τα δικαστήρια. Έθεσε σε κατάσταση αναμονής μια υπόθεση προς όφελος όλων αυτών που έχουν βάλει ως στόχο την ιδιοποίηση και συγκέντρωση από το μεγάλο κεφάλαιο μεγάλου μέρους της ιδιωτικής ακίνητης περιουσίας του ελληνικού λαού. Μέχρι να ξεκαθαρίσουν και αυτοί το τι θέλουν, πώς θα το κάνουν και σε ποιο οικονομικό περιβάλλον. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο νόμος Κατσέλη δημιούργησε μια συσσώρευση ακινήτων που θα μεταφερθούν μαζικά σε ξένα και ντόπια κεφάλαια.
Από την άλλη υπάρχει και το κράτος, το οποίο, στην αναζήτηση του χρήματος που θα γεμίζει τα ταμεία των ιμπεριαλιστών, προχωρά σε κατασχέσεις και πλειστηριασμούς, έτσι κι αλλιώς, ακόμη και για μικροποσά. Αν προσθέσουμε σε αυτό και τους φόρους που κάνουν δυσβάσταχτη την κατοχή ακινήτων, τότε τα πράγματα γίνονται ακόμη πιο σαφή.
Συνολικά, λοιπόν, θα έχουμε μια αλλαγή στο τι σημαίνει «σπίτι μου», ιδιοκτησία μου. Ήδη αυτό που κυκλοφορεί σε συζητήσεις είναι ότι καλύτερα να νοικιάζει κανείς παρά να έχει δικό του σπίτι. Ακόμη και οι κληρονομιές γίνονται κατάρα. Δημιουργείται ένα κλίμα όπου η απώλεια ενός ακινήτου θα είναι φυσιολογική για να μην πούμε και ευκταία.
Πολλά θα μπορούσαμε να γράψουμε ακόμη για το τι, το πώς και το γιατί. Το μεγάλο ζητούμενο εδώ είναι πως θα αντιδράσει ο λαός. Με τι τρόπους και τι αιτήματα. Πώς θα υπερασπιστεί αυτό που έχει με πολύ κόπο κτίσει, εδώ και κάποιες γενιές.
Κατ΄αρχήν, η υπόθεση αυτή είναι αρκετά δύσκολη και για την κυβέρνηση. Δεν είναι εύκολο να σηκώσουν ένα ζήτημα το οποίο μπορεί να προκαλέσει αντιδράσεις που μέχρι τώρα είχαν καταφέρει να αποφύγουν. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν θα προχωρήσει, είναι εξάλλου σε φάση δημιουργίας του κλίματος. Την ώρα που γραφόταν αυτό το κείμενο, τα ΜΜΕ μίλαγαν για ελάφρυνση ακόμη και των απαιτήσεων της Τρόικα. Από την άλλη, δίνουν και παίρνουν οι φήμες για πράξεις νομοθετικού περιεχομένου.
Από την άλλη πλευρά, αυτό που φαίνεται να κυριαρχεί ως αίτημα είναι το «δικαίωμα στη στέγη». Αναρωτιέται κανείς πότε ήταν δικαίωμα η στέγη σε αυτό το σύστημα και ειδικά στην Ελλάδα. Με εξαίρεση τις ελάχιστες περιπτώσεις που αναφέραμε στην αρχή από την Εργατική Κατοικία, δικαίωμα με την έννοια ότι το σπίτι ήταν παροχή από το κράτος, ως κατάκτηση, δεν υπήρξε ποτέ. Από τη δουλειά τους τα χτίζανε όλοι. Από την άλλη, μιλάνε όσοι κινηματικά, υποτίθεται, ασχολούνται με το ζήτημα για αποτροπή των πλειστηριασμών και των εξώσεων. Το ερώτημα είναι από πού; Από ένα σπίτι που πλέον και τυπικά δεν ανήκει σε αυτόν που το «είχε», και ας μένει μέσα, μιας και των πλειστηριασμών προηγούνται οι κατασχέσεις; Οπότε το «δικαίωμα» παραμονής σε αυτό θα είναι μόνιμα υπό αίρεση; Αυτές με ποιο τρόπο θα αποτραπούν; Με τροπολογίες που κατατίθενται στη Βουλή είτε για παράταση του νόμου Κατσέλη και απαγόρευση των μεταβιβάσεων των «κόκκινων δανείων» ή με προτάσεις που θέτουν ζήτημα απαγόρευσης «διενέργειας πλειστηριασμών σε βάρος των λαϊκών οικογενειών και μέτρα για την ουσιαστική ελάφρυνση των χρεών τους» που τελικά αφήνουν ανοικτά παράθυρα για μια εφ όλης της ύλης επίθεση του συστήματος και σε αυτό το πεδίο; Θα μπούμε στη συζήτηση ποιος μπορεί και ποιος όχι να πληρώσει; Ποιος θα το καθορίσει αυτό; Οι τράπεζες, οι εταιρίες ακινήτων ή το κράτος; Ή μήπως θα θέσουμε ως βασική προϋπόθεση για την ύπαρξη κινήματος ένα ολόκληρο κατεβατό από αιτήματα που θα καταλήγουν στην «εθνικοποίηση των τραπεζών υπό εργατικό έλεγχο» και στο «κάτω η κυβέρνηση»; Πώς θα δημιουργήσουμε κίνημα; Με τη μετονομασία των «3 δεν» σε «Συντονισμό Συλλογικοτήτων Αττικής», με την «Αλληλεγγύη για όλους» και όλοι μαζί με το «Πλειστηριασμοί STOP» όπου θα απευθύνεται όποιος του βγαίνει το σπίτι σε πλειστηριασμό μπας και σωθεί; Στο και πέντε δηλαδή; Ή μήπως με συμβολικές «παραστάσεις» στα ειρηνοδικεία;
Θα καταλήγουμε τελικά, για άλλη μια φορά, να καλούμε άμεσα ή έμμεσα το λαό να αλλάξει κυβέρνηση που θα μας σώσει; Θα υποκύψουμε για άλλη μια φορά στην κυβερνητική προπαγάνδα και θα οδηγούμαστε σε προτάσεις με όρους και προϋποθέσεις ή θα φροντίσουμε να δημιουργηθεί ένα τέτοιο κίνημα που θα υπερασπιστεί το δικαίωμα στο ΣΠΙΤΙ ΜΑΣ, το δικαίωμα στην ιδιοκτησία αυτών που χτίσαμε εμείς, οι μανάδες και πατεράδες μας με πολύ κόπο; Θα διεκδικήσουμε όχι μόνο να μην περάσει η ιδιοκτησία στους τραπεζίτες, στις εταιρίες ακινήτων και το κράτος αλλά και να διαγραφούν τα χρέη εξολοκλήρου, μιας έχουμε χρυσοπληρώσει πολλαπλά τα «δάνεια» με τη δουλειά μας, τους φόρους, τις ανακεφαλαιοποιήσεις των τραπεζών κ.λπ.; Χωρίς όρους, χωρίς κοινωνικά και εισοδηματικά κριτήρια, χωρίς όρια ύψους των ποσών που υποτίθεται ότι χρωστάμε σε κάθε είδους δάνεια και χρέη προς την εφορία, χωρίς βασικό όρο το να έρθει ο ΣΥΡΙΖΑ στη κυβέρνηση! Το αν υπάρχουν ή όχι τζαμπατζήδες δεν είναι πρόβλημα του λαού, είναι πρόβλημα των τραπεζών και ας τους βρουν αυτές. Και όσοι τέλος πάντων έχουν εισοδήματα υψηλά είτε δεν καταφεύγουν στα δάνεια είτε τα πληρώνουν κανονικά είτε έχουν άλλους τρόπους να ξεφύγουν. Αλλά ακόμη και αυτό το εισοδηματικό ύψος τελικά ποιος το καθορίζει; Το σύστημα, το κίνημα, και με ποια κριτήρια; Ή μήπως οι κινηματικές συλλογικότητες που θα ασχοληθούν με το αν θα φτιάξουν «γραφείο ελέγχου εισοδημάτων» καθορίζοντας ποιος δικαιούται και ποιος όχι της …ευεργεσίας τους;
Για όλα αυτά βέβαια χρειάζεται κίνημα. Ένα κίνημα πολύ πιο σοβαρό από αυτό για τα χαράτσια που θα είναι αποφασισμένο να δώσει σοβαρές μάχες, ακόμη και συγκρούσεις να κάνει, για να αποτρέψει όχι μόνο τους πλειστηριασμούς αλλά και τις κατασχέσεις, που θα απαιτήσει τη διαγραφή χρεών χωρίς όρους, όρια, κοινωνικά κριτήρια και προϋποθέσεις. Που θα υπερασπιστεί αυτό που έφτιαξε ο εργαζόμενος λαός με τη δουλειά του.
Εδώ είναι τα δύσκολα. Η ανάδειξη της «ταξικής φύσης της επίθεσης», του «ταξικού χαρακτήρα του κράτους» απαιτεί και την ανάδειξη ενός ταξικού κινήματος υπεράσπισης του οτιδήποτε έχει απομείνει σε αυτό το λαό, διεκδίκησης πραγματικών δικαιωμάτων και ανατροπής πολιτικών, ανεξάρτητα από το αν η κυβέρνηση είναι δεξιά, κεντροαριστερή ή αριστερή, ανεξάρτητα από το αν οι τράπεζες είναι ιδιωτικές, εθνικές ή κρατικές.
Ένα κίνημα που δεν θα σηκωθεί για προεκλογικούς λόγους, που θα έχει συνέχεια, διάρκεια και ένταση. Όχι όπως αυτό με τα χαράτσια και τη ΔΕΗ που εξαφανίστηκε μετά τις εκλογές και τώρα ανακαλύπτουμε ότι έχουν κοπεί εκατοντάδες χιλιάδες συνδέσεις παρά τη πρόσκαιρη μαζικότητά του και παρά τις επανασυνδέσεις που υποχρεώθηκε η ΔΕΗ να κάνει τότε. Η μη συνέχισή του έδωσε τη δυνατότητα στη κυβέρνηση να στερήσει και αυτό το ακριβοπληρωμένο «δικαίωμα» από μεγάλα κομμάτια του λαού και να παριστάνει τώρα την ευαίσθητη.